θείνω 11
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παφών — Α (κατά τον Ησύχ.) «κτείνας». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ρ. θείνω «σκοτώνω», πρβλ. αόρ. έπε φν ον, παρακμ. πέ φα ται (βλ. και λ. θείνω)] … Dictionary of Greek
Πάφων — Πάφος fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)